- θωρακοσκοπία
- ηιατρ. η ενδοσκοπική εξέταση τής κοιλότητας τού υπεζωκότα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracoscopie < thoraco (πρβλ. θώραξ) + -scopie (πρβλ. -σκοπία < -σκόπος < σκέπτομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θωρακοσκοπία — η η εξέταση του θώρακα, η στηθοσκοπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
πλευροσκοπία — η, Ν η θωρακοσκοπία, η εξέταση τού υπεζωκότα με πλευροσκόπιο … Dictionary of Greek